- σύγχρονος
- -η, -ο / σύγχρονος, -ον, ΝΜΑαυτός που ανήκει στην ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με άλλον ή έχει την ίδια ηλικία με άλλοννεοελλ.1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με άλλον, ταυτόχρονος2. αυτός που ανήκει στην παρούσα εποχή, που ακολουθεί το ρεύμα τής εποχής κατά την οποία ζει, προοδευτικός («σύγχρονες αντιλήψεις» — υπ' αυτήν την έννοια η λέξη συγχέεται ή και ταυτίζεται συχνά με το επίθ. μοντέρνος*)3. το ουδ. ως ουσ. σύγχρονογεωλ. το ολόκαινο4. φρ. «σύγχρονη ηλεκτρική μηχανή»(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική μηχανή με ρότορα τού οποίου η γωνιακή ταχύτητα είναι πάντοτε ίση ή ακέραιο πολλαπλάσιο, ή υποπολλαπλάσιο, τής κυκλικής συχνότητας τού εναλλασσόμενου ρεύματος.επίρρ...συγχρόνως και σύγχρονα Νκατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ἔγ-χρονος].
Dictionary of Greek. 2013.